Η μουσική του κλαρίνου τελείωσε, τα πυροτεχνήματα έσβησαν και η μυρωδιά του ψητού αντικαταστάθηκε από το βαρύ άρωμα του άγχους, η επιστροφή στην πόλη μετά το Πάσχα δεν ήταν απλώς μια αλλαγή τοπίου, αλλά ένα απότομο ξύπνημα από ένα γλυκόπικρο όνειρο, όπου η «αυθεντικότητα» του χωριού συγκρούστηκε με την «αυθεντικότητα» του e-banking. Και δεν κέρδισε ούτε το κοντοσούβλι, ούτε η επαφή με τη φύση, νικητής αναδείχθηκε, ξανά, το υπόλοιπο λογαριασμού, η μεθεόρτια προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα.
Hangover Χωρίς Αλκοόλ (Μόνο Λογαριασμούς)
Τα πρωινά της μετά το Πάσχα μυρίζουν λιγότερο ψημένο λίπος και περισσότερο καμένο λάδι. Στα πρόσωπα όσων εγκατέλειψαν τις πλατείες και τα καφενεία, διαγράφεται εκείνη η ανεπαίσθητη απογοήτευση της σκληρής επιστροφής από τους χορούς στην ουρά της εφορίας, του ανθρώπου που νόμιζε πως μπορεί να ξεγελάσει τη μοίρα με ένα τριήμερο. Χόρεψε κάτω από τα φώτα του χωριού, ξύπνησε με ημικρανία και τώρα περιμένει στο ΚΕΠ να ρωτήσει αν μπορεί να κάνει ταυτότητα χωρίς να φαίνεται το χρέος του στην εφορία.
Η κατάθλιψη μετά το Πάσχα δεν είναι meme, δεν είναι κάτι που περνά με έναν καφέ και δυο scroll στο TikTok. Είναι αυτή η υπαρξιακή σύσπαση του μυαλού όταν γυρνάς στο διαμέρισμα με την πρασινισμένη μπαλκονόπορτα και συνειδητοποιείς ότι η φωνή του παππού που σε φώναζε για τσούγκρισμα έχει αντικατασταθεί από ειδοποιήσεις της τράπεζας και της εφορίας. Τρεις μέρες πριν ήσουν γύρω από μια σούβλα, με δάκρυα στα μάτια από καπνό και συγκίνηση. και τώρα κοιτάς τη σούπα που έμεινε στο ψυγείο από τη Μεγάλη Τρίτη και σκέφτεσαι ότι κάπως έτσι θα πεθάνεις, με μια σούπα να σου θυμίζει ότι δεν ήπιες ποτέ εκείνο το τσίπουρο με τον ξάδερφο.
Δεν έχεις πονοκέφαλο από αλκοόλ αλλά θολούρα από αριθμούς. -24€ λέει το e-banking και δεν θυμάσαι τι πλήρωσες. Ίσως τα τσιγάρα που πήρες στον δρόμο της επιστροφής ή τον καφέ από το βενζινάδικο που υποσχόταν «αυθεντικό χαρμάνι» και είχε γεύση αποχαιρετισμού. Η μαμά σου έβαλε ταπεράκια, αυτή τη φορά όχι από αγάπη μα από οίκτο. Ξέρει. Ξέρει ότι εκεί που πας, ούτε το delivery δεν έχει γεύση μα μόνο ειδοποιήσεις. Πληρωτέο, ληξιπρόθεσμο, εκκρεμές. Το μόνο σταθερό είναι το άγχος σου και το βλέμμα της κυρίας στο ΚΤΕΛ που είπε «Καλή Ανάσταση» και το εννοούσε πιο πολύ για το μετά.
Όλοι το παίζουν χαλαροί, αλλά όλοι κρυφοκοιτάζουν στο e-banking. Όχι για να δουν αν πληρώθηκαν, αλλά για να καταλάβουν πόσο ξόδεψαν για να νιώσουν «παράδοση» κι αν αξίζει τελικά να κρατάς τηγάνι με χόρτα για ένα like. Κι όλοι επιστρέφουμε κουβαλώντας μικρές φαντασιώσεις ότι αυτή τη φορά θα κρατήσουμε τη γαλήνη, θα πηγαίνουμε βόλτες χωρίς ακουστικά, θα τρώμε σαν άνθρωποι κι όχι μπροστά από οθόνες. Και κάθε φορά, το πρώτο πρωινό της πόλης, ακυρώνει κάθε υπόσχεση με ένα email: «Καλημέρα, να τα πούμε;».
Πιο Αγχωμένος από Πριν
Ο…αστός γύρισε στο χωριό, όχι για να ξεκουραστεί, αλλά για να φορτίσει το προφίλ του με παραδοσιακό ρεύμα, βάρεσε παλαμάκια στο κλαρίνο, έφαγε χόρτα ενώ έψαχνε WiFi και πόσταρε φωτογραφία από την αυλή της γιαγιάς με caption «εδώ είναι η αληθινή ζωή». Λες και η γιαγιά ήταν Airbnb host.
Την Κυριακή του Πάσχα ένιωσε βασιλιάς. Την Τρίτη το πρωί, στο γραφείο, ένιωθε γκαρσόνι του εαυτού του, από το ένα task στο άλλο, από το ένα call στο επόμενο, με το βλέμμα καρφωμένο σε μια οθόνη που δεν έχει ούτε άνοιξη, ούτε φωνές από αυλές, ούτε τη μυρωδιά του ψημένου αρνιού παρά μόνο pixels και ραντεβού.
Η ψευδαίσθηση του «ξεφεύγω» κράτησε όσο και το 5G στο βουνό και η επιστροφή είναι σαν hangover χωρίς να έχεις πιει. Δεν φταίει το κρασί, φταίει το ότι το χωριό σου υπενθυμίζει πως κάποτε δεν ήσουν έτσι. Ούτε τόσο αγχωμένος, ούτε τόσο ξένος με τον εαυτό σου. Τώρα τρέχεις με τα ακουστικά στο μετρό, ακούγοντας μια λίστα που λέγεται Lo-Fi για να μη βάλω τα κλάματα και πιάνεις τον εαυτό σου να αναπολεί μια στιγμή όταν ήσουν στην αυλή, καθόσουν σε πλαστική καρέκλα και κανείς δεν ήθελε κάτι από σένα, εκτός ίσως από το να δοκιμάσεις λίγο τζατζίκι ακόμα.
Το χωριό σου έδωσε ένα παράθυρο. Όχι escape room, παράθυρο. Για να κοιτάξεις έξω από τη ζωή που χτίστηκε πάνω σε «πρέπει» και «να μη χαθεί η ευκαιρία». Και τώρα το παράθυρο έκλεισε. Και πάλι καλά, γιατί κάνει ρεύμα και δεν έχεις να πληρώσεις ΔΕΗ. Και μετά συνειδητοποίησες ότι είναι σε ουρλιαχτό εσωτερικής υπαρξιακής κρίσης, γιατί η επαρχία δεν σου παίρνει το άγχος. Απλώς στο υπενθυμίζει.
Από το «Χριστός Ανέστη» στο «-24€»
Μέσα σε 24 ώρες, τα stories άλλαξαν ύφος. Από το «Χριστός Ανέστη» και τα καρβουνιασμένα αρνιά περάσαμε στα screenshots του λογαριασμού: -24€, -8.90€, -112€. Ένα αρνητικό timeline. Όλοι λίγο-πολύ την πατήσαμε, αφού νομίσαμε πως το Πάσχα είναι διάλειμμα ενώ ήταν απλώς προθάλαμος ενοχής. Η αυθεντικότητα, αυτό το μεγάλο χωριάτικο φίλτρο που γυαλίζει στο Instagram, το τσούγκρισμα με παππού, το τσαλακωμένο τραπεζομάντηλο, τυρί σε λαδόκολλα, κλαρίνα που έπαιζαν χωρίς stage manager. Όλα αυθεντικά, μέχρι να γυρίσεις και τότε, ένα απλό βλέμμα στο κινητό, σου θυμίζει πως ο κόσμος σου δεν είναι χωράφι, είναι excel.
Έλεγες πως «δεν αντέχεις άλλο Αθήνα». Μα αντέχεις. Αντέχεις και παρααντέχεις, γιατί κάπου μέσα σου πιστεύεις ακόμα πως όλα είναι προσωρινά. Η δουλειά, το άγχος, οι λογαριασμοί. Κι όμως, αυτοί μένουν. Οι φωτογραφίες σβήνονται. Τα memories εμφανίζονται κι εξαφανίζονται. Το -24€ όμως μένει. Τελικά οι αναμνήσεις σου κοστίζουν πιο ακριβά απ’ όσο νόμιζες.
Κι όχι, δεν είναι πως «η ζωή στο χωριό» δεν έχει προβλήματα. Απλά η ζωή κυλάει αλλιώς. Με deadlines, με excel, με ραντεβού, μα με άλλους ρυθμούς και ευκολότερες μετακινήσεις. Εκεί, κάθε μέρα είναι μια αφορμή για καφέ με τον θείο που λέει πάντα τα ίδια και γελάς γιατί έχει δίκιο. Στις πόλεις, κάθε μέρα μοιάζει μία μικρή αποδοχή ήττας. Με εσωτερικούς μονολόγους στο 550:
«Άραγε έκανα καλά που γύρισα;»
«Να ξαναπάω τον Αύγουστο;»
«Αν δούλευα remote θα ήμουν στο χωριό τώρα, όχι στην Κηφισίας με μποτιλιάρισμα»
«Γιατί δεν άφησα τη δουλειά και δεν άνοιξα μαγαζί με ξυλόγλυπτα στην Αράχωβα;»
Η γραμμή 550 γεμάτη τέτοιους μονολόγους. Όλοι κοιτάνε από το παράθυρο με βλέμμα απλανές, η ζωή τώρα είναι στη ΔΟΥ Χολαργού.
Κι αυτή είναι η μαγεία της επαρχίας, που δεν χωράει σε stories, μα υπάρχει. Και θα υπάρχει, κάθε φορά που ένα κελάηδισμα σπάει τη σιωπή της καθημερινότητας. Κάθε φορά που κάποιος λέει «καλημέρα» και την εννοεί, κάθε φορά που ανοίγεις το e-banking, βλέπεις -24€ και παρ’ όλα αυτά χαμογελάς, γιατί θυμάσαι πως εκεί είναι αλλιώς.
Διαβάστε επίσης:
ΠΑΣΟΚ: «Τρικυμία» για την επιστροφή του Πάχτα – Η αιχμηρή επιστολή στελεχών στον Ανδρουλάκη
Καρχαρίες πλησιάζουν τις ελληνικές ακτές – Πού εντοπίστηκαν και τι να προσέξετε
Δείτε όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο koutipandoras.gr
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr