Κάτω από τη δροσιά μιας διεφθαρμένης κοινοβουλευτικής αλέας

2 hours ago

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η εποχή που ζούμε έχει εδώ και δεκαετίες μπει σε μια παρατεταμένη παρακμή, η οποία, όταν φανερώνεται μπροστά στα μάτια μας, προκαλεί το λιγότερο θλίψη, το περισσότερο κατάθλιψη. Για αυτή την κατάπτωση, συνήθως, στον δημόσιο διάλογο αρθρώνονται επιχειρήματα τα οποία καταλήγουν είτε στις συνέπειες είτε στα πρόσωπα που οδηγούν μια κοινωνία σε αυτή την παρακμή. Ακόμη κι όταν κάποιος ή κάποια εμβαθύνει, βρίσκει την έννοια της διαφθοράς όχι ως την πηγή του κακού, αλλά για να επιβεβαιώσει ένα σύμπτωμα (κακοδιοίκησης, δωροδοκίας/δωροληψίας, νεποτισμού κ.τ.λ.). Σχεδόν ποτέ, όμως, δεν θα ακούσει κανείς κάποιον/α να εστιάζει στη φύση και στην ουσία του φαινομένου. Ο λόγος είναι προφανής. Μπορεί να δει και τον εαυτό του/της μέσα σε αυτόν τον φαύλο κύκλο της ηθικής κατάπτωσης· να αναγνωρίσει, δηλαδή, και στον εαυτό του/της χαρακτηριστικά διαφθοράς.

Η πολιτική είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου, όχι απλώς υπάρχει διαφθορά, αλλά δημιουργείται και διαχέεται σε όλους τους τομείς του κοινωνικού και πολιτικού βίου, αφού σε αυτόν τον χώρο μπορούν να γίνουν επί το πλείστον κακές επιλογές, οι οποίες επηρεάζουν το σύνολο. Και όπου ακούμε τη λέξη «επιλογή», θα πρέπει να καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για πεδίο έρευνας της ηθικής φιλοσοφίας, όχι με την έννοια της θεϊκής επιταγής και των απαγορεύσεων, αλλά με την έννοια της έλλογης ικανότητας και της ελευθερίας της βούλησης του ατόμου να κάνει επιλογές οι οποίες καθορίζουν τη συμπεριφορά του.

Είναι αντικειμενικά δύσκολο να γίνει μια εκτενής ανάλυση περί διαφθοράς σε ένα μόνο άρθρο, αλλά αξίζει, πιστεύω, τον κόπο να δούμε γιατί το «όλοι είναι ίδιοι» σε σχέση με τη διαφθορά δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια. Δεν υπάρχει καταστροφή, δυστυχία και γενικότερη παρακμή στα άτομα ή και στις κοινωνίες, που να μην έχουν στη βάση τους ή ως πηγή του κακού την (πολιτική) διαφθορά. Έχει επικρατήσει, θεωρώ εκούσια, πως διαφθορά σημαίνει κάθε πράξη η οποία εκπορεύεται από θέση ισχύος και αποσκοπεί στο ατομικό υλικό κέρδος και συμφέρον. Η διαφθορά, όμως, δεν είναι όλες οι πράξεις και τα φαινόμενα που συχνά ακούμε στα λιγοστά και μη διαπλεκόμενα ΜΜΕ. Αυτά είναι συμπτώματα που εμφανίζονται στον αισθητό μας κόσμο και μας δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουμε τον βαθμό διαφθοράς που επικρατεί σε μια πολιτεία, αλλά και γενικότερα στον κόσμο. Ο νεποτισμός, οι δωροδοκίες, ο χρηματισμός, οι ληστείες, οι συνωμοσίες κ.τ.λ. είναι συμπτώματα που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της διαφθοράς.

Η διαφθορά, αν και συνοδεύει την ανθρωπότητα από γενέσεως κόσμου, αποτελεί για τη φιλοσοφία ένα επίμονο, αινιγματικό φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, η ανάλυση ξεκινά με καθαρά οντολογικούς όρους, όπως, π.χ., με τον Καντ, ο οποίος μας δίνει μια τέτοια ερμηνεία της έννοιας της διαφθοράς. Για τον Καντ η διαφθορά (corruptio) είναι το τρίτο και χειρότερο επίπεδο ελαττώματος της ανθρώπινης φύσης (τα άλλα δύο είναι η ευθραυστότητα —fragilitas— και η φαυλότητα —impuritas). Διεφθαρμένος, για τον Καντ, είναι όποιος/α εκουσίως και ελλόγως κάνει μία κακή επιλογή, δηλαδή εκουσίως και ελλόγως έχει επιλέξει έναν κακό ηθικό γνώμονα. Αινιγματικό φαινόμενο είναι, αφού και για τον ίδιο τον Καντ, είναι ανεξήγητο γιατί ο άνθρωπος επιλέγει έναν κακό ηθικό γνώμονα και όχι έναν καλό.

Στον αισθητό κόσμο, όμως, η διαφθορά, όπως είπαμε, είναι καθαρά αντικείμενο ανάλυσης της ηθικής φιλοσοφίας, διότι αφορά αυτή καθαυτή την επιλογή ηθικού γνώμονα και, επομένως, τον τρόπο συμπεριφοράς ενός ατόμου ή μιας ομάδας ή ακόμη και μιας ολόκληρης κοινωνίας. Με άλλα λόγια, δεν είναι απλώς η ηθική έκπτωση σε ατομικό επίπεδο, αλλά καταλαμβάνει χώρο που φτάνει και ξεπερνά την πολιτεία συνολικά και εμφανίζεται ως θεσμική παθογένεια, η οποία έχει επιπτώσεις εξαιτίας τόσο της ανθρώπινης αδυναμίας όσο και της δομής της συλλογικής ζωής. Έτσι πρέπει να δούμε πώς από τις ροπές και την ευθραυστότητα των προσώπων (Σπινόζα, Καντ κ.τ.λ.) περνάμε στην κλίση προς τη φαυλότητα, για να φτάσουμε στους μηχανισμούς που τα μετατρέπουν στον συστημικό κανόνα της απόλυτης κακοήθειας, δηλαδή της διαφθοράς. Γι’ αυτό το ερώτημα «πού αρχίζει η διαφθορά;» επιστρέφει διαρκώς, από τη σωκρατική πόλη ως τα σύγχρονα εργαστήρια ψηφιακής και αναλογικής προπαγάνδας (βλ. ΜΜΕ και ομάδες προπαγάνδας στο διαδίκτυο).

Η διαφθορά δεν είναι μια ιστορική παρέκκλιση ούτε ένα ηθικοπλαστικό κλισέ, αλλά είναι το κεντρικό σημείο σε ένα σταυροδρόμι όπου διασταυρώνεται η ιδιοτέλεια του πράττοντος με την αδυναμία του θεσμικού πλαισίου να τη συγκρατήσει. Από τους πλατωνικούς «Νόμους», όπου η ελευθερία των κυβερνώντων χωρίς υποταγή στον νόμο προμηνύει την κατάρρευση της πόλης, έως τα σύγχρονα οικονομετρικά ευρήματα που αποτιμούν το κόστος της δωροδοκίας σε μονάδες χαμένης ανάπτυξης, το ερώτημα παραμένει: πώς ο ατομικός πειρασμός μετατρέπεται σε συλλογική οπισθοδρόμηση και παρακμή;

Οι κλασικοί της αρχαιότητας τοποθετούσαν το πρωτείο στο ήθος των αρχόντων και έπειτα στους πολίτες. Ο Πλάτωνας θεμελίωσε το επιχείρημα υπέρ της «φιλοσοφικής βασιλείας» στην αρχή ότι η πλειοψηφία των πολιτών αδυνατεί να διατηρήσει σταθερή την αρετή. Η ηθική κατάπτωση των κυβερνόντων συμπαρασύρει μοιραία τα πολιτειακά όργανα και τους θεσμούς. Ο Αριστοτέλης, λιγότερο «ελιτιστής» αλλά εξίσου καχύποπτος, διέκρινε την ολίσθηση κάθε πολιτεύματος μόλις οι κυβερνώντες παύουν να διοικούν χάριν του κοινού συμφέροντος αλλά, εξ ονόματός του, υπηρετούν τον εαυτό τους. Επιπλέον, ο Πολύβιος περιγράφει τη διαφθορά ως μια κυκλική μεταβολή: η αρετή φθίνει, η εξουσία συγκεντρώνεται και ο δήμος αντιδρά βίαια, παράγοντας νέα ανισορροπία. Σε αυτό το κλασικό σχήμα, η διαφθορά είναι πρωτίστως ζήτημα αδικίας, αφού το θεσμικό «μέτρο» χάνεται.

Ακόμη και ο Μακιαβέλλι, ως κυνικός υπέρμαχος της ηθικής του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», υπαινίσσεται ότι η ανάγκη του ηγεμόνα να ενεργήσει «πέραν του κοινώς αγαθού» τεκμαίρεται από την προϋπάρχουσα ροπή των υπηκόων στην ιδιοτέλεια. Η διαφθορά, για τους αρχαίους και τον Μακιαβέλλι, λοιπόν, γεννάται σε κυκλική σχέση: διεφθαρμένος λαός παράγει διεφθαρμένους άρχοντες και αντίστροφα. Ή ο Μοντεσκιέ, ο οποίος θεσμοθετεί την αντιπαράθεση δυνάμεων προκειμένου να τη συγκρατήσει. Στους δύο τελευταίους μάλιστα αναγνωρίζουμε ένα πρόπλασμα της σημερινής θεωρίας «checks and balances», η οποία συνιστά μηχανισμό αυτοελέγχου των κυβερνώντων. Ωστόσο, ακόμη και η τελειότερη «αρχιτεκτονική» διαμόρφωση των εξουσιών δεν μπορεί να ακυρώσει τη βούληση προς ιδιοτέλεια.

Εδώ υπεισέρχεται, όπως είδαμε πιο πάνω, το καντιανό σχήμα, όπου το «corruptio», ως τρίτο και χειρότερο επίπεδο ηθικού ελαττώματος, εμφανίζεται εκεί όπου ο άνθρωπος συνειδητά αντιστρατεύεται τον ορθό λόγο.

Σήμερα, βέβαια, το θεωρητικό και φιλοσοφικό κέντρο βάρους εν σχέσει με το φαινόμενο της διαφθοράς μετατοπίστηκε. Ο πολιτικός επιστήμονας και καθηγητής του Χάρβαρντ Dennis F. Thompson εισήγαγε τη διάκριση ανάμεσα σε «ατομική» και «θεσμική» διαφθορά στο επίπεδο της οικονομίας. Παραδείγματος χάρη, η δωροδοκία ενός υπαλλήλου εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία, ενώ η δομική εξάρτηση κοινοβουλευτικών κομμάτων από επιχειρηματικά συμφέροντα στη δεύτερη.

Έτσι, δεν απαιτείται πλέον μια ρητή συναλλαγή, αλλά αρκεί η ύπαρξη ενός σταθερού μοτίβου μέσω του οποίου τα ιδιωτικά συμφέροντα κατευθύνουν συστηματικά τις δημόσιες επιλογές και αποφάσεις. Πρόκειται για αυτό που λέμε «συστημική διαφθορά», αφού ακόμη και η εκλογική διαδικασία οφείλει το αποτέλεσμά της, αλλά και τη διατήρηση ενός κόμματος στην εξουσία, όχι στο εκλογικό σώμα αλλά σε μια ολιγομελή τάξη χρηματοδοτών, κάνοντας το πολίτευμα να είναι συστημικά διεφθαρμένο, ανεξαρτήτως των συνεπειών αλλά και των προθέσεων των προσώπων.

Επιπλέον, μια πιο αιτιοκρατική θεώρηση όπως αυτή του Seumas Miller επιχειρεί να γεφυρώσει τα δύο επίπεδα. Σύμφωνα με αυτήν, διαφθορά υφίσταται μόνον όταν μια πράξη (ή κατηγορία πράξεων) υπονομεύει θεσμικούς σκοπούς, διαβρώνει νόμιμες διαδικασίες ή αλλοιώνει τον χαρακτήρα των αξιωματούχων. Γι’ αυτό η θεωρία επαναφέρει τη διάκριση διαφθορέα–διεφθαρμένου. Ένα φακελάκι μπορεί να παραβιάζει τον νόμο χωρίς να εμπεδώνει έξη φαυλότητας. Αντιθέτως, η χρόνια μικροδωροδοκία και μικροδωροληψία εθίζει το άτομο σε ένα modus vivendi που το καθιστά διαρκώς διεφθαρμένο, ανεξαρτήτως συγκυρίας. Η ηθική βαρύτητα, επομένως, μετατοπίζεται από τη μεμονωμένη παράβαση στη σταδιακή διαπαιδαγώγηση της συνείδησης, στην καλλιέργεια εσωτερικευμένων κακών συνηθειών που εκκολάπτουν δομικά κάθε παθογένεια.

Από τον συνδυασμό των παραπάνω προκύπτει μια συστηματική μεθοδολογία επιλογών σε τέσσερα επίπεδα: α) διαφθορείς που είναι και οι ίδιοι διεφθαρμένοι, δηλαδή ο τυπικός κλεπτοκράτης, β) διαφθορείς χωρίς μακροχρόνια αυτοδιαφθορά, όπως ο γονέας που δωροδοκεί μία φορά για να σώσει το παιδί του, γ) διεφθαρμένοι που δεν λειτουργούν άμεσα ως διαφθορείς, λ.χ. ο νεαρός υπάλληλος που συνηθίζει στη μεροληψία επειδή «έτσι δουλεύει το σύστημα»· και δ) φορείς τους οποίους η «αρχιτεκτονική» του συστήματος εξαναγκάζει σε λειτουργική διαφθορά, όπως οι βουλευτές που αφιερώνουν το μισό τους έργο «ζητιανεύοντας» δωρεές μέσω εκδουλεύσεων σε επιχειρηματίες και συμφέροντα. Έτσι, η κλασική απάντηση εντοπίζει την πηγή στην ανθρωπολογική ευπάθεια: η αρετή καλλιεργείται κοπιωδώς, ενώ ο πειρασμός δρα άμεσα. Η νεότερη προσέγγιση, από την άλλη, προτάσσει πως οι θεσμοί μπορεί να πολλαπλασιάσουν ή να μετριάσουν τον πειρασμό, ανάλογα με το πώς καθορίζουν κίνητρα και ευκαιρίες. Ένα περιβάλλον παραπληροφόρησης, παραδείγματος χάρη, εθίζει τους πολίτες σε γνωσιακή ανευθυνότητα, καθώς με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η άνοδος πολιτικών που υπονομεύουν τους διαδικαστικούς κανόνες. Η ατομική κακία και η δομική ατέλεια πλέκουν έναν φαύλο κύκλο αλληλοτροφοδότησης της διαφθοράς (όπως, π.χ., είχαμε την καθετοποίηση της διαφθοράς επί Σημιτικού ΠΑΣΟΚ).

Παρενθετικά, σε μια εποχή έντονου οικονομισμού, η οικονομική εμπειρική έρευνα δυσκολεύεται να ποσοτικοποιήσει αυτή τη θεσμική διάσταση. Ωστόσο, τα συμπεράσματα για την επίπτωση της καθημερινής δωροδοκίας είναι αδιαμφισβήτητα. Οι Paolo Mauro, Vito Tanzi και Hamid Davoodi έκαναν τη σύνδεση μεταξύ διαφθοράς και υποεπένδυσης. Κάθε μονάδα ανόδου στον δείκτη διαφθοράς μειώνει το ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ αυξάνει την κατανομή πόρων σε έργα υποδομής χαμηλής απόδοσης αλλά υψηλού κόστους. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (Sanjeev Gupta κ.ά.), εμφανίζεται άμεση άνοδος των δεικτών φτώχειας και ανισότητας λόγω στρεβλής φορολογίας και υποβάθμισης της δημόσιας υγείας. Η «άμμος στα γρανάζια» της ανάπτυξης, λοιπόν, δεν είναι μεταφορά ή κάποιου είδους αλληγορία, αλλά μετρήσιμο κόστος (Hugo κ.ά., 2021). Με άλλα λόγια, η διαφθορά κοστίζει ακριβά και επηρεάζει αρνητικά και την οικονομία.

Ωστόσο, η ηθική κριτική δεν εξαντλείται στην οικονομική διάσταση. Ο Seumas Miller συνδυάζει ατομικό και θεσμικό επίπεδο, ορίζοντας τη διαφθορά ως πράξη που υπονομεύει τον εντεταλμένο σκοπό ενός θεσμού ή διαβρώνει τον χαρακτήρα των λειτουργών του. Αυτή η προσέγγιση αποκαλύπτει την «εκπαιδευτική» διάσταση της διαφθοράς. Η καθημερινή μικροδωροδοκία δεν είναι απλώς μεμονωμένη παρανομία, αλλά μηχανισμός μετάδοσης αντιαξιών που καθιστά τη φαυλότητα κανονικότητα. Το παράδειγμα των μετασοβιετικών χωρών (ίσως από εκεί εμπνεύστηκε ο λεγόμενος Τρίτος Δρόμος τη μεθοδολογία καθετοποίησης της διαφθοράς) δείχνει πόσο σύνθετος είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ μεταρρυθμιστικών φιλοδοξιών και δομικής διαφθοράς. Οι ταχείες ιδιωτικοποιήσεις, χωρίς θεσμικά αντίβαρα, παραδείγματος χάρη, δημιουργούν ολιγαρχίες ή, με οικονομικούς όρους, καρτέλ, που μετατρέπουν τα πολιτικά κόμματα σε μηχανισμούς ιδιωτικού κέρδους, ενώ η κοινωνική κατακραυγή εστιάζει στο «ποινικό» κομμάτι, παραβλέποντας ότι η θεσμική καρδιά του προβλήματος ήταν η σύμπλευση πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ. Ο λόγος περί «μηδενικής ανοχής» στη διαφθορά, αν και δικαιολογημένος, συχνά εγκλωβίζεται σε νομικίστικες ρητορικές περί τιμωρίας, καλλιεργώντας την προσδοκία ότι η φυλάκιση μερικών αξιωματούχων θα λύσει μονομιάς το πρόβλημα της διαφθοράς. Προκύπτει, αντίθετα, πως μόνο η παράλληλη ενίσχυση ανεξάρτητης δικαιοσύνης, ελευθερίας του Τύπου και πολιτικής χρηματοδότησης υπό πλήρη, διαφανή έλεγχο μπορεί να μετριάσει λίγο τη δυναμική αυτοναπαραγωγής του φαινομένου.

Βέβαια, το εύρος της διαφθοράς είναι τεράστιο. Παραδείγματος χάρη, η έννοια της «ευγενούς διαφθοράς», όπου ένας δρων παραβιάζει τον κανόνα για δήθεν ανώτερο αγαθό (αν ένας αστυνομικός που «φυτεύει» στοιχεία προς όφελος μιας φαινομενικά δίκαιης καταδίκης ή ο κάθε λογής υπέρμαχος της αυτοδικίας που παρακάμπτει τη διαδικασία για να επιτελέσει ένα δήθεν κοινωνικό έργο ή αν ένα πολιτικό κόμμα που δεν έχει χρηματιστεί να θεωρεί τον εαυτό του μη διεφθαρμένο κ.τ.λ.). Αυτές οι πρακτικές προδίδουν το δίλημμα καντιανής νομοθεσίας: δεν αρκεί η πρόθεση, αλλά η καθολικότητα της πράξης. Αν η διαδικαστική ορθότητα ανασταλεί χάριν βραχυπρόθεσμου οφέλους, οι θεσμοί υποσκάπτονται και το αποτέλεσμα είναι τελικά λιγότερο δίκαιο, λιγότερο αποτελεσματικό, λιγότερο δημοκρατικό.

Το ερώτημα, όμως, παραμένει: «πώς μπορεί να καταπολεμηθεί η διαφθορά;». Μια εύκολη απάντηση είναι η παιδεία και η καλλιέργεια της αρετής, η διαφάνεια, η λογοδοσία, η προστασία του κοινωνικού συμβολαίου και άλλα παρόμοια μέτρα που, σε επίπεδο θεσμικό, έχουν διαμορφωθεί με αρχές εμπνευσμένες από την καντιανή κατηγορική προσταγή. Δύσκολη γίνεται η απάντηση όταν συζητάμε για κράτη που «χάλασαν» ή ήταν «χαλασμένα» εξαρχής· για κράτη που τα θεμελίωσαν και τα διαμόρφωσαν εξωγενείς παράγοντες· για κράτη ουσιωδώς ανελεύθερα, όπου η αναισχυντία και η ηθική κατάπτωση είναι η μόνη και απόλυτη ηθική· για κράτη παράσιτα. Πώς μπορείς να σώσεις μια πολιτεία όταν όλοι, μα όλοι, θεσμοί και πολιτικοί, είναι λίγο ή πολύ υπηρέτες της διαφθοράς;

Στην Ελλάδα κάθε κυβέρνηση πορεύεται κάτω από τη δροσιά μιας διεφθαρμένης κοινοβουλευτικής αλέας. Είναι ίσως ο μόνος χώρος όπου κάποιος μπορεί ανεμπόδιστα να περπατά με γνώμονα την ιδιοτέλειά του (είτε προσωπική είτε κομματική), να δικαιολογεί με φαιδρά και φαύλα επιχειρήματα κακές επιλογές. Στην ελληνική πολιτεία των περίπου 200 χρόνων, δύσκολα μπορεί κανείς να βρει μια καλή επιλογή και ακόμη δυσκολότερα έναν θεσμό που να λειτούργησε σωστά για τον σκοπό που δημιουργήθηκε.

ΥΓ1: Δεν έχει πια νόημα να μιλάμε για πολιτικά κόμματα ή θεσμούς ή ακόμη και για πρόσωπα, αφού, στον βαθμό που οι συνθήκες το επιτρέπουν, είτε διαφθείρουν είτε διαφθείρονται. Η ελληνική πολιτεία θα συνεχίσει να υπάρχει όσο το επιτρέπει το φιλότιμο ενός πανταχόθεν προδομένου λαού, ή όσο το επιτρέπουν οι ηγεμονίες που τη δημιούργησαν, ή όσο όλοι την ανέχονται.

ΥΓ2: Για τους φανατικούς που θεωρούν το κόμμα τους αδιάφθορο και υπόδειγμα ορθολογισμού, μια απλή παρατήρηση ίσως τους πείσει. Αν έχουν έστω και μία φορά ακούσει το κόμμα τους να έχει παραδεχτεί λάθος ή σφάλμα λόγω κακού υπολογισμού, τότε είναι επιεικώς φαύλο, ουσιωδώς διεφθαρμένο, αφού όπως πολύ σωστά γνωρίζουμε, στην πολιτική δεν υπάρχουν λάθη, αλλά επιλογές. Το μόνο που μπορεί να το διαφοροποιεί από κάποιο άλλο κόμμα είναι ο βαθμός διαφθοράς.

Διαβάστε επίσης:

Μουγκοπέτρος: «Έχασε εντελώς την όρασή του από το ένα μάτι – Μπαίνει εσπευσμένα στο χειρουργείο»

Νέα ηλεκτρονική απάτη μέσω email: Τι να προσέξετε για να μην σας αδειάσουν τον τραπεζικό λογαριασμό

Βαρουφάκης: Επεισοδιακή συνέντευξη με προκλητική δημοσιογράφο σε συνέδριο – «Είστε γελοία κυρία μου» (video)

Δείτε όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο στο koutipandoras.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην κατηγορία «Απόψεις» εκφράζουν τον/την συντάκτη/τριά τους και οι θέσεις δεν συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του koutipandoras.gr

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο