Δεν του άξιζε τέτοιο τέλος: Αγαπημένος Έλληνας ηθοποιός πέθανε φτωχός σε γηροκομείο
Ο Χριστόφορος Νέζερ υπήρξε μία από τις πλέον εμβληματικές μορφές του ελληνικού θεάτρου, με μια πορεία που διήρκεσε πάνω από μισό αιώνα και άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην πολιτιστική ιστορία του τόπου. Με καταγωγή από βαυαρική οικογένεια που είχε έρθει στην Ελλάδα με τον Όθωνα, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1887 και αγάπησε από νωρίς το θέατρο, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, επίσης ηθοποιού. Αν και αυτοδίδακτος, ενσάρκωσε με μοναδική αυθεντικότητα τους ήρωες του Αριστοφάνη και του Μολιέρου, με τις ερμηνείες του να θεωρούνται ακόμη και σήμερα σημείο αναφοράς.
Από τα πρώτα του βήματα έως τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Σε ηλικία 20 ετών, ο Νέζερ ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή και γρήγορα ξεχώρισε, συνεργαζόμενος με τους μεγαλύτερους θιάσους και ηθοποιούς της εποχής.
Από το 1910 έως το 1918 συνεργάστηκε με τον θίασο της Κυβέλης, ενώ το 1921 συνέπραξε με τον Αιμίλιο Βεάκη για τη δημιουργία της Καλλιτεχνικής Θεατρικής Εταιρείας, μέσα από την οποία ενσάρκωσε σπουδαίους ρόλους, όπως τον Αρπαγκόν στον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου – έναν ρόλο που τον καθόρισε θεατρικά. Το 1931 εντάχθηκε στο νεοσύστατο Εθνικό Θέατρο, πρωταγωνιστώντας στη «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου ως Ανατολίτης.
Παράλληλα, δημιούργησε αξιομνημόνευτες ερμηνείες και με άλλους σημαντικούς θιάσους, όπως εκείνον της Αλίκης – Μουσούρη, όπου ερμήνευσε τον «Σεζάρ» του Πανιόλ και τον «μπαμπά» στο έργο του Σπύρου Μελά.
Πρωτοπόρος στην αναβίωση της αρχαίας κωμωδίας
Το 1938 επανήλθε στο Εθνικό Θέατρο, στο οποίο παρέμεινε αδιάλειπτα επί 32 χρόνια, υπηρετώντας με αφοσίωση το παγκόσμιο δραματολόγιο.
Από το 1957 και έπειτα, συμμετείχε ενεργά στην αναβίωση των σωζόμενων κωμωδιών του Αριστοφάνη, υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Αλέξη Σολωμού.
Οι ερμηνείες του στην Επίδαυρο και το Φεστιβάλ Αθηνών αποθεώθηκαν από κοινό και κριτικούς, ενώ η συμμετοχή του το 1951 στην Κομεντί Φρανσαίζ στο Παρίσι με τον ρόλο του Αρπαγκόν αποτέλεσε μία από τις λαμπρότερες στιγμές του.
Τέλος ζωής και μνήμη
Ο Νέζερ υπήρξε ευρηματικός, πιστός στην ακρίβεια του λόγου και της έκφρασης, αποφεύγοντας τον εντυπωσιασμό και τις ευκολίες. Παρότι διακρίθηκε για τη βαθιά του αφοσίωση στην τέχνη, έφυγε από τη ζωή το 1970 ξεχασμένος, σε γηροκομείο της Αθήνας, στις 19 Φεβρουαρίου.
Η προτομή του στην πλατεία Μαδρίτης, έργο της γλύπτριας Λουκίας Γεωγραντή, υπενθυμίζει τη σημαντική προσφορά του στη θεατρική δημιουργία της Ελλάδας.
Η αγαπημένη ηθοποιός πέθανε μόνη και ξεχασμένη με ένα τσιγάρο στο χέρι και το κατάλαβαν οι άνθρωποι στο μαγειρείο που έπαιρνε κάθε μέρα φαγητό
Στις 11 Ιουνίου 1985 έφυγε από τη ζωή η Σαπφώ Νοταρά. Η ηθοποιός με την επιβλητική φωνή και το σπάνιο υποκριτικό ταλέντο γεννήθηκε το 1910 και το πραγματικό της επίθετο ήταν Χανδάνου. Αμέσως μετά την αποφοίτηση της από την Βιομηχανική Σχολή εργάστηκε σε τράπεζα, από όπου παραιτήθηκε για να γίνει ηθοποιός. Συνέχισε με σπουδές στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου και στη Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου.
Στην πολύχρονη πορεία της συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους, όπως: Εθνικού Θεάτρου, ΚΘΒΕ, Νέζερ, κυρίας Κατερίνας, Λαμπέτη-Παπά-Χορν, Αλέξη Δαμιανού, Μίμη Φωτόπουλου, Βουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ κ.ά. Παράλληλα εμφανίστηκε και σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες, ανάμεσα τους οι: «Κυριακάτικο Ξύπνημα», «Συνοικία το όνειρο», «Η χαρτοπαίχτρα», «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου», «Αχ! αυτή η γυναίκα μου».
Το κοινό, όμως, αγάπησε τη Σαπφώ Νοταράς και μέσα από τις ραδιοφωνικές σειρές: «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού», «Η κυρία Κυριακή» και «Ο Καλά Καλά και η Αλλά Αλλά», ενώ ξεχωριστές ήταν οι ερμηνείες της στις παραστάσεις «Τρωάδες», σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσαρούχη (1977), «Φιλουμένα Μαρτουράνο», δίπλα στην Έλλη Λαμπέτη (1978) και «Πορνογραφία», του Μάνου Χατζιδάκι (1982), που ήταν και η τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο.
Αν και την γνωρίσαμε σε ρόλους άσχημης και ιδιότροπης, οι σύγχρονοί της ξεκαθάριζαν ότι στα νιάτα της είχε μια ιδιαίτερη ομορφιά και ήταν καλλίγραμμη, αποτέλεσμα του χορού, με συνέπεια να έχει σουξέ στον ανδρικό πληθυσμό. Ωστόσο, παρά τις επιτυχίες της, δεν παντρεύτηκε ποτέ. Λένε πως είχε έναν μεγάλο έρωτα την περίοδο της αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως ο άντρας που αγάπησε έγινε αντάρτης, ανέβηκε στο βουνό και έκτοτε έχασε για πάντα τα ίχνη του…
Πέρα από αυτήν την ξεχωριστή περιπέτεια, που θα μπορούσε να αποτελεί και σενάριο σε κάποια από τις ταινίες που θα προτιμούσε να παίξει, η Σαπφώ Νοταρά είχε μια πρόταση γάμου από έναν ευκατάστατο επιχειρηματία και βιομήχανο που ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Γνωρίστηκαν όταν το θέατρό της βρισκόταν σε περιοδεία και της έγινε… στενός κορσές! Παρά την επιμονή του ιδίου και τις παραινέσεις του περιβάλλοντός της να μην χάσει την… ευκαιρία να «αποκατασταθεί», εκείνη τον απέρριπτε ξανά και ξανά, θεωρώντας τον άσχημο. Και μάλλον πρέπει να είχε δίκιο αφού τον αποκαλούσε «Φρανκενστάιν»!
Εκείνη, πάντως, που έχει μείνει ως ανέκδοτο στον καλλιτεχνικό χώρο είναι η πρόταση γάμου που της έκανε κάποτε ο Γιάννης Τσαρούχης. Ο γνωστός εικαστικός είχε υπογράψει δεκάδες θεατρικές παραστάσεις ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος και εκείνη την περίοδο είχε ερωτευτεί με τον δικό του τρόπο την Σαπφώ Νοταρά. Την πλησίασε, λοιπόν, πολύ συνεσταλμένα είναι αλήθεια για να της εκμυστηρευθεί τα αισθήματά του.
Της είπε, μάλιστα, πως αν έκανε ποτέ ένα παιδί, θα ήθελε να είναι μαζί της! Εκείνη ξαφνιάστηκε από την απρόσμενη και αναπάντεχη κίνησή του και αμέσως θεώρησε ότι επρόκειτο για κάποια φάρσα που είχαν στήσει την πλάτη της ο Δημήτρης Χορν και η Έλλη Λαμπέτη… Έτσι, όχι μόνο απέρριψε με… συνοπτικές διαδικασίες την πρόταση, αλλά… διαολόστειλε τον Τσαρούχη, χρησιμοποιώντας όλη την γκάμα εκφράσεων που είχε μάθει από τους… στριμμένους ρόλους που είχε υποδυθεί.
Καθώς τα χρόνια περνούσαν η Σαπφώ Νοταρά έκλεινε ολοένα και περισσότερο τον κύκλο της, περιορίζοντας τις επαφές της με παλιούς φίλους και συνεργάτες. Διάβαζε ατελείωτα και ζούσε μόνη σε ένα διαμέρισμα της Πλατείας Κουμουνδούρου, έχοντας ελάχιστους ανθρώπους κοντά της. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γιάννης Τσαρούχης, με τον οποίο στη συνέχεια έγιναν καλοί φίλοι, όπως και με τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος και ο «Καλός Σαμαρείτης», που την στήριζε οικονομικά και πλήρωνε το νοίκι της. Οι φήμες κάνουν λόγο για έναν νεαρό επιχειρηματία, τα στοιχεία του οποίου δεν έγιναν ποτέ γνωστά…
Από την δεκαετία του ’70 και μετά οι προτάσεις για συμμετοχές στο θέατρο ή το σινεμά σπάνιζαν, ενώ δεν πέρασε από την τηλεόραση, αλλά εμφανιζόταν ακόμη σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Σταδιακά απομονώθηκε και έφτασε στο σημείο να πεθάνει μόνη και αβοήθητη μέσα στο σπίτι της, με τον κόσμο να αντιλαμβάνεται την απουσία της δυο μέρες μετά τον θάνατό της. Ήταν οι άνθρωποι ενός μαγειρείου στη γειτονιά της, από το οποίο έπαιρνε συχνά φαγητό που απόρησαν με το γεγονός ότι δεν είχε περάσει από εκεί, με αποτέλεσμα να ανησυχήσουν και να καλέσουν την αστυνομία. Όταν τα όργανα της τάξης έσπασαν την πόρτα του διαμερίσματός της, την βρήκαν ακίνητη στη συνηθισμένη της θέση, με ένα τσιγάρο στο χέρι και ένα βιβλίο παραδίπλα. Το ημερολόγιο έγραφε 13 Ιουνίου 1985 και η Σαπφώ Νοταρά είχε «φύγει» από την σκηνή της ζωής δύο ημέρες νωρίτερα, σε ένα άδοξο φινάλε δίχως χειροκρότημα.