Ο πρόσφατος ανασχηματισμός της ελληνικής κυβέρνησης έφερε ξανά στο προσκήνιο ένα γνώριμο και άκρως απογοητευτικό ζήτημα: την υποεκπροσώπηση των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Παρά τις μεγαλόστομες εξαγγελίες περί ισότητας και συμπερίληψης, τα αριθμητικά δεδομένα της νέας κυβέρνησης μιλούν από μόνα τους. Από τους 62 υπουργούς και υφυπουργούς, μόλις 12 είναι γυναίκες.
Ένα πισωγύρισμα, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην προηγούμενη κυβέρνηση ο αριθμός τους ήταν 15.
Η συζήτηση για τη θέση των γυναικών στην πολιτική δεν είναι καινούργια. Ωστόσο, αντί να βλέπουμε πρόοδο, βρισκόμαστε μπροστά σε μια ανησυχητική στασιμότητα – αν όχι οπισθοδρόμηση.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει χαμηλά ποσοστά γυναικείας συμμετοχής στην κυβέρνηση δεν μπορεί να αποδοθεί απλά και μόνο σε έλλειψη ικανών γυναικών.
Είναι ξεκάθαρο ότι η πολιτική σκηνή της χώρας εξακολουθεί να κυριαρχείται από μια ανδροκρατούμενη κουλτούρα, όπου οι γυναίκες καλούνται να αποδείξουν την αξία τους πολύ περισσότερο από τους άνδρες ομολόγους τους.
Σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η εικόνα γίνεται ακόμη πιο αποκαρδιωτική. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2024, ο μέσος όρος των γυναικών στις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ φτάνει το 35,1%, με χώρες όπως η Φινλανδία (60%) και το Βέλγιο (55%) να αποτελούν θετικά παραδείγματα.
Η Ελλάδα, με το 20% του νέου κυβερνητικού σχήματος να απαρτίζεται από γυναίκες, συνεχίζει να βρίσκεται πολύ πίσω.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε, στο παρελθόν, δεσμευτεί για ένα πιο σύγχρονο και ισότιμο πολιτικό σχήμα. Το 2021, ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωνε πως οι «καρεκλοκένταυροι» και τα μεγάλα κυβερνητικά σχήματα τον απωθούσαν, υποσχόμενος ένα «σφιχτό και λειτουργικό» υπουργικό συμβούλιο.
Ωστόσο, όχι μόνο δεν τήρησε την υπόσχεσή του, αλλά προχώρησε και σε μια ακόμη πιο δυσανάλογη εκπροσώπηση των φύλων. Η υποβάθμιση της συμμετοχής των γυναικών δείχνει ότι η έμφυλη ισότητα στην πολιτική παραμένει κενό γράμμα και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν, ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής.
Είναι καιρός η ελληνική κοινωνία να απαιτήσει μια πραγματική αλλαγή. Οι γυναίκες δεν είναι διακοσμητικά στοιχεία στην πολιτική, ούτε πρέπει να αντιμετωπίζονται ως «υποχρεωτικές» τοποθετήσεις για επικοινωνιακούς λόγους.
Αν θέλουμε πραγματικά να μιλάμε για πρόοδο και ευρωπαϊκή προοπτική, η εκπροσώπηση των γυναικών πρέπει να είναι ουσιαστική και να αντικατοπτρίζει τη σύνθεση της κοινωνίας.
Ο νέος ανασχηματισμός απέτυχε ξανά να διορθώσει μια παλιά αδικία. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: Μα πού πήγαν οι γυναίκες;